Η ψυχολογία, η αθέατη δύναμη του σκακιστή

Η εικόνα ενός σκακιστή (αθλητή) ή μιας σκακίστριας που σκύβουν ήρεμα πάνω από τη σκακιέρα εξαπατά. Πίσω από αυτή την ακινησία κρύβεται μια νοητική καταιγίδα: άγχος χρόνου, υπερανάλυση, φόβος λάθους, σιωπηλές προσδοκίες γονιών, προπονητών (και χορηγών στους επαγγελματίες), η επίγνωση ότι κάθε κίνηση μπορεί να κρίνει όχι μια παρτίδα, αλλά ολόκληρη τη σκακιστική τους πορεία. Η Ινδή διεθνής μετρ Saloni Sapale έμαθε αυτή την αλήθεια μέσα από μια οδυνηρή εμπειρία. Στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα νέων, μολονότι ήταν πλήρως προετοιμασμένη θεωρητικά, ένιωσε στο δεύτερο μισό του τουρνουά το μυαλό της να θολώνει. 

 

Η ίδια περιγράφει πως «κάτι μετατοπίστηκε μέσα μου — οι κινήσεις έγιναν αβέβαιες, η σκέψη μου θόλωσε, η αυτοπεποίθηση ταλαντεύτηκε». Δεν έφταιγε η γνώση της, αλλά η ψυχική της θωράκιση. Αυτή η εμπειρία της έγινε η αφετηρία μιας παράλληλης διαδρομής. Σπούδασε αθλητική ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις και πραγματοποίησε έρευνα για το mindfulness (ενσυνειδητότητα δηλαδή επίγνωση ) και τη διαχείριση του στρες σε σκακιστές. Την οποία παρουσίασε στο MSEPS 2024 (ακαδημαϊκή/επαγγελματική συνάντηση στο πεδίο της αθλητικής και ψυχολογίας της άσκησης). Η συνάντηση αυτών των δύο κόσμων —αγωνιστική εμπειρία και επιστημονική κατάρτιση— τής επιτρέπει να δει το σκάκι από μέσα: όχι ως παιχνίδι του εγκεφάλου, αλλά ως άθλημα όπου η ψυχική αντοχή είναι εξίσου κρίσιμη με την τεχνική. 

 

Γιατί, λοιπόν, οι σκακιστές (αθλητές) χρειάζονται αθλητική ψυχολογία; Στο άρθρο της στη ΄΄ChessBase΄΄ εξηγεί: το σκάκι απαιτεί συγκέντρωση ίσως για έξι ή και επτά ώρες. Ο παίκτης αξιολογείται διαρκώς: «Έκανα σωστό σχέδιο; Δεν έχασα κάτι; Μπαίνω σε πίεση χρόνου; » Το κάθε λάθος γράφεται στην αξιολόγηση ELO, στις νόρμες ενός τίτλου, στη φήμη του. Υπάρχουν τα βάρη της εκπροσώπησης της χώρας του, της οικογένειας, του σκακιστικού του συλλόγου. Και στα τουρνουά εισβάλλουν και εξωτερικές μεταβλητές, όπως : αλλαγές χώρου, θόρυβος, κούραση, jet lag, κρίσιμες παρτίδες για νόρμες, αϋπνία μετά από μια ήττα, απρόσωποι αντίπαλοι που πιέζουν το νευρικό σύστημα. Με άλλα λόγια, το αγωνιστικό σκάκι είναι ένα συνεχές τεστ ψυχικής ανθεκτικότητας. Σε αυτό το σημείο η αθλητική ψυχολογία αποκτά κομβικό ρόλο. Δεν πρόκειται για θεραπεία, ούτε για λύση ύστερα από κατάρρευση. 

 

Πρόκειται για συστηματική προπόνηση του νου, ώστε ο αθλητής να έχει πρόσβαση στη γνώση του τη στιγμή της πίεσης. Να μπορεί να σκέφτεται καθαρά όταν ο χρόνος λιγοστεύει. Να μη συντρίβεται από την εσωτερική φωνή που ψιθυρίζει «δεν είσαι αρκετά καλός». Να αντέχει την ήττα χωρίς να καταρρέει και τη νίκη χωρίς να αποσυντονίζεται. Όπως λέει η Sapale, πολλοί αθλητές υψηλού επιπέδου συνεργάζονται με ειδικούς ψυχικής προετοιμασίας όχι επειδή υστερούν κάπου, αλλά για να φτάσουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Είναι γνωστό ότι ο Ινδός Παγκόσμιος Πρωταθλητής D. Gukesh συνεργάστηκε με mental coach, υπογραμμίζοντας με τον πιο ηχηρό τρόπο ότι η κορυφή δεν κατακτιέται μόνο με θεωρητικές αναλύσεις σε υπολογιστή. 

 

Η Sapale δουλεύει με σκακιστές πάνω στη διαχείριση του άγχους, με απλές τεχνικές αναπνοής και μικρές ασκήσεις mindfulness που ησυχάζουν την εσωτερική αναστάτωση. Εκπαιδεύει τον παίκτη να αναγνωρίζει και να αλλάζει τον τοξικό εσωτερικό του διάλογο. Η σκληρή αυτοκριτική του που λέει «πάλι τα χάλασες» αντικαθίσταται σταδιακά από μια ρεαλιστική, παραγωγική φωνή που στηρίζει την απόφασή του. Ο σκακιστής προσομοιώνει νοητικά τις πιο απαιτητικές φάσεις μιας παρτίδας, ώστε όταν εμφανιστούν στην πραγματικότητα να μην τις αντιμετωπίσει ως απειλή αλλά ως γνώριμο έδαφος. 

 

Παράλληλα, στηρίζει τη συγκρότηση σταθερών και λειτουργικών συνηθειών προετοιμασίας: ύπνος, διατροφή, διαχείριση χρόνου μεταξύ των γύρων, μικρές τελετουργίες συγκέντρωσης. Τονίζει ότι στόχος της είναι να «γίνει άχρηστη». Να μην χρειάζεται ο παίκτης τον ψυχολόγο πριν από κάθε κρίσιμη στιγμή, αλλά να μάθει να εργάζεται μόνος του με το μυαλό του. Να μπορεί να ηρεμήσει, να συγκεντρωθεί, να θέσει προτεραιότητες, να πάρει καθαρές αποφάσεις χωρίς εξωτερικό στήριγμα. Μιλά για ενδυνάμωση, όχι για εξάρτηση. Και για κάτι ακόμη: ότι οι δεξιότητες αυτές δεν μένουν στη σκακιέρα, αλλά μεταφέρονται στη ζωή. 

 

Ένα παιδί ή ένας ενήλικας που μαθαίνει να διαχειρίζεται την πίεση, να ηρεμεί πριν από ένα δύσκολο βήμα, να διαχειρίζεται το άγχος, αποκτά εργαλεία που τον συνοδεύουν στο σχολείο, στη δουλειά, στις σχέσεις του. Το σκάκι γίνεται έτσι εργαστήριο αυτογνωσίας και ψυχικής ισορροπίας. Τελικά η μεγαλύτερη αλήθεια που αναδύεται από το άρθρο της είναι ότι το σκάκι είναι βαθιά ανθρώπινο. Κι αυτό που τελικά διαφοροποιεί τους σκακιστές δεν είναι μόνο οι γνώσεις τους, αλλά και η ικανότητά τους να δαμάσουν τον εαυτό τους.

Χρήστος Πιλάλης
Διεθνής εκπαιδευτής, διεθνής διαιτητής



Σχόλια